Το βρήκα στο Amfitheatro.gr
Σαράντα χρόνια μετά, τί έχει απομείνει από εκείνο τον Αργεντινό, θαρραλέο γιατρό ; Και πόσος ρομαντισμός έχει απομείνει στις σημερινές κοινωνίες, στα σημερινά πολιτικά , οικονομικά, κοινωνικά συστήματα ;
“Γιατί πέθανε ο Τσε”
του Ερνέστο Σάμπατο
[Aπόσπασμα από τον επικήδειο λόγο που εκφώνησε ο Ερνέστο Σάμπατο στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού για το θάνατο του Τσε Γκεβάρα. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο "Scritti politici e privati di Che Guevara" Editori Riunitti, 1988]
Ο Ερνέστο Γκεβάρα δεν πέθανε για μιαν απλή ανύψωση του βιοτικού επιπέδου των φτωχότερων λαών. Για μένα και πιστεύω για πολλούς, στην πραγματικότητα για εκατομμύρια πρόσωπα και κυρίως για τους νέους που θρήνησαν το τέλος του, πέθανε για ένα ιδανικό απείρως υψηλότερο, για το ιδανικό ενός Νέου Ανθρώπου.
Αυτό το ιδανικό προϋποθέτει προφανώς την πάλη ενάντια στην αθλιότητα των καταπιεζόμενων λαών. Αλλά προϋποθέτει επίσης -σε τελευταία και ίσως και σε πρώτη ανάλυση- και μια νέα μορφή συμβίωσης, μία κοινότητα στην οποία θα εξασφαλίζονται για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις όχι μόνο τα υλικά αγαθά αλλά και μια αυθεντική επικοινωνία: μια κοινωνία, ένας βαθύτερος δεσμός ελεύθερων ανθρώπων, μια συνεργασία μεταξύ αυθεντικών προσώπων. Όχι ένα σύμφυρμα μηχανών και συναθροισμένων υπάρξεων. Όχι μια νέα κοινωνία η οποία, αφού θα έχει προηγηθεί μια αιματηρή επανάσταση, θα καταλήγει να μας προσφέρει ένα είδος Βόρειας Αμερικής από την ανάποδη, χωρίς την
ηγεμονία των καπιταλιστικών τραστ αλλά κυριαρχούμενη από τα παντοδύναμα εργαλεία μιας εξίσου απάνθρωπης γραφειοκρατικής δικτατορίας.Ουσιαστικά, νομίζω ότι πάλεψε και πέθανε για μια συμβίωση στην οποία οι άνθρωποι θα είναι αληθινές ανθρώπινες υπάρξεις, με την υψηλότατη αξιοπρέπεια που τους ανήκει, απελευθερωμένοι επιτέλους όχι μόνο από την οικονομική αλλοτρίωση που προκαλείται από καθεστώτα εκμετάλλευσης, αλλά και από αυτήν την άλλη μορφή αλλοτρίωσης, την πιο λεπτή και τρομερή, επειδή είναι ικανή να επιβιώνει πολύ πιο πέρα από μια εσφαλμένη κοινωνική επανάσταση και που έγκειται στην επιστημονική αλλοτρίωση, αυτή την ίδια που μετασχηματίζει τον κόσμο σε έναν τερατώδη μηχανισμό από ρομπότ.
Ο Γκεβάρα είχε αμφισβητήσει έντονα αυτή την κατάληξη στο όνομα του διαλεκτικού υλισμού του. Αλλά αυτή η άρνησή δεν θα διέθετε ιστορική και φιλοσοφική διάσταση, γιατί αυτό που μας λέει ο λόγος σε σχέση με τις στάσεις του ανθρώπου είναι λιγότερο έγκυρο από όσα μας υπαγορεύουν, ενστικτωδώς αλλά με δύναμη, εκείνοι οι λόγοι που ο Πασκάλ αποκαλούσε “της καρδιάς”.
Οι κομμουνιστές, που τον εγκατέλειψαν στην τελική τραγική μάχη, τον κατηγορούσαν για τυχοδιωκτισμό, για έλλειψη αίσθησης της πραγματικότητας, για αναρχικό ρομαντισμό. Σίγουρα είναι πιθανόν, ότι αν ήταν κλεισμένος σε κάποιο απόμερο και ασφαλές γραφείο, στέλνοντας διαταγές με το ταχυδρομείο ή με το ραδιόφωνο, θα φαινόταν πιο αποτελεσματικός στα μάτια αυτών των επιστημόνων της επανάστασης. Αλλά αναμφίβολα δεν θα ήταν ποτέ τόσο αποτελεσματικός όσο με αυτόν τον άλλο τρόπο, το ρομαντικό και ηρωικό, νεκρός επικεφαλής ενός μικρού και χαμένου στρατιωτικού αποσπάσματος, αφού πάλεψε μέχρι την τελευταία του πνοή και μέχρι το τελευταίο χτύπημα της καραμπίνας του. Ενάντια στη νοοτροπία των καταλόγων και των αρχείων των γραφείων, αυτός διεκδίκησε με τη ζωή του τη θυσία και τη μοναξιά.
Ο Γκεβάρα, στον οποίο θα αναφέρονταν αυτοί οι τεχνικοί, θα είχε ζήσει λίγα χρόνια περισσότερο. Αυτός που πέθανε επικεφαλής της ομάδας των συντρόφων του θα έχει αντίθετα τη διάρκεια των σημαιών, την αιωνιότητα των συμβόλων.
Ο θάνατός του, πράγματι, έχει αυτό το χαρακτήρα: έχει την αξία ενός συμβόλου. Και στην ορθολογιστική κοινωνία μας, που έχει πετάξει, ξεχάσει και περιφρονήσει τα σύμβολα, σε αυτή την κοινωνία στην οποία η αποτελεσματικότητα και η τεχνική έχουν γίνει περισσότερο πολύτιμες από το πάθος και τη θυσία, μπορούμε πράγματι να αποδώσουμε στον Γκεβάρα έναν απερίσκεπτο ρομαντισμό.
Αλλά είναι ακριβώς αυτός ο ηρωισμός, ακριβώς αυτή η ηρωική και μοναχική εικόνα που γεννάει την ελπίδα, το θάρρος και την πίστη σε εκατομμύρια γενναιόδωρους νέους σε όλες τις γωνιές της Γης.
Ας αφήσουμε τους Βορειοαμερικάνους να μιλούν για αποτελεσματικότητα. Ας αφήσουμε τον Μακναμάρα να μιλάει για το Βιετνάμ με όρους επιχειρηματικούς, υπολογίζοντας το κόστος σε δολάρια για κάθε Βιετκόνγκ που πεθαίνει για την πατρίδα του. Από τη δική του σκοτεινή σκοπιά αυτός είναι συνεπής, αφού σε τελευταία ανάλυση αυτός αποτελεί μέρος αυτού του παραδείγματος ποσοτικού πολιτισμού που εκπροσωπεί η χώρα του. Αλλά οι ηρωικοί Βιετναμέζοι δεν λειτουργούν με βάση μια τέτοια αριθμητική και δείχνουν με το ολοκαύτωμά τους ότι οι ανθρώπινες αξίες είναι ποιοτικού χαρακτήρα, ότι η πίστη είναι πιο ισχυρή από τον αριθμό των κανονιών. Ότι η ελπίδα είναι πιο δυνατή από την απληστία των εμπόρων. Ότι η αξιοπρέπεια είναι πιο ανθεκτική από το βρόμικο και αιματηρό πείσμα των επιχειρηματιών.
Για αυτούς τους λόγους λοιπόν και όποιες και αν ήταν οι αυταπάτες του ή οι θεωρίες του για την κατίσχυση των οικονομικών παραγόντων στην ιστορία, πιστεύω ότι η πάλη του Γκεβάρα ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιπροσώπευε μια πάλη του πνεύματος ενάντια στην ύλη.
Και όπως στον προηγούμενο αιώνα ορισμένοι μεγάλοι στοχαστές πίστεψαν ότι έχουν ανακαλύψει ψυχρά σε διάφορες πραγματείες τις υλικές αιτίες της αδικίας, οι οποίες πραγματείες όμως κατέληγαν να προκαλούν στους έντιμους ανθρώπους μια φλογερή έξαψη διεκδικήσεων, εξαιτίας του πάθους με το οποίο στις σελίδες τους εγκωμίαζαν τις αρετές μιας ιπποτικής κοινωνίας που καταστράφηκε από τους εμπόρους, έτσι και στη δύστυχη εποχή μας ένας νέος, ο οποίος προσωπικά δεν είχε ανάγκη από τίποτα, αφού είχε γεννηθεί, όπως και εκείνοι οι στοχαστές, στους κόλπους μιας προνομιούχας οικογένειας, ρίχτηκε στην πάλη υποκινημένος από ρομαντικά ιδεώδη.
Και όσο και αν τον απασχολούσαν οι αριθμητικές όψεις της παραγωγής, σε μια κρίσιμη στιγμή της κουβανικής οικονομίας, αρνήθηκε να αναπτύξει αυτήν την παραγωγή προσφεύγοντας σε υλικά κίνητρα.
Υποστήριξε αντίθετα ότι ήταν αναγκαίο να αλλάξουμε τη νοοτροπία των μαζών για να δημιουργήσουμε το νέο άνθρωπο στον οποίο απέβλεπε η επανάσταση και έκανε έκκληση στον επαναστατικό ενθουσιασμό, στον πατριωτισμό, στην ανιδιοτελή στράτευση, στην πίστη που κινεί τα βουνά. Θα μπορούσε να λεχθεί -και σίγουρα έχει λεχθεί- ότι αυτές οι ιδέες δεν είναι συνετές. Αλλά ποιος απέδειξε ποτέ ότι είναι η σύνεση αυτή που κινεί τα βουνά;
Ιστολόγιο που στόχο έχει να ενοχλήσει με όσα θα συζητηθούν και θα αναφερθούν στους χώρους του. Καμμία ανοχή σε όσους ξεσκίζουν τα όνειρα μας. Η ζωή μας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε να ξεφύγει από τα δικά μας χέρια.
Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010
Νίκος Μπελογιάννης - Το Ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα
Τα βρήκα στο iskra.gr. Αφορούν το βιβλίο του Μπελογιάννη "Το Ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα" Εκδόσεις Αγρα (2010). Μιλάει για τις δύο προηγούμενες πτωχεύσεις της Ελλάδας 1843 και 1932. Δεν μπορείς να μην αγανακτήσεις, να φωνάξεις, να βρίσεις. Και αν συνειρμικά σου έρθουν τα λόγια του αντιπροέδρου των σοσιαλο-ληστάρχων στο μυαλό σου ότι όλοι τα φάγαμε τότε τα συναισθήματα ακόμη πιο έντονα σε πλημμυρίζουν.
Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1843
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
* Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Μπελογιάννη "Ξένο Κεφάλαιο στην Ελλάδα" από τις εκδόσεις "ΑΓΡΑ" (2010)
Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1843
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΌΘΩΝΑ
Ακόμα πριν σκοτωθεί ο Καποδίστριας, οι «προστάτιδες» δυνάμεις άρχισαν να ψάχνουν για βασιλιά. Κι οι ντόπιοι αστοκοτζαμπάσηδες τα μάτια τους τα 'στρεφαν κατά την Ευρώπη, περιμένοντας από τους δυνατούς να τους βγάλουν από το χάος, που είχαν βυθίσει τη χώρα. Ξένοι και ντόπιοι κυρίαρχοι καταλάβαιναν ότι τους ήταν απαραίτητος ένας ξένος βασιλιάς, για να επιβάλουν πρώτα πρώτα την «τάξη» στο εσωτερικό, κάνοντας το λαό να πιστέψει στην αρχή πώς ο καινούργιος άρχοντας θα 'φερνε του πουλιού το γάλα, για να μπορέσουν υστέρα να εκμεταλλευτούν την καινούργια χώρα με άνεση.
Έτσι άρχισαν, λοιπόν, οι έρευνες για βασιλιά, και στην αρχή βρήκαν ένα Λεοπόλδο του Σάξ-Κοβούργου. Ό Καποδίστριας, όμως, έχοντας τη φιλοδοξία να μείνει ισόβιος Κυβερνήτης, τον κατάφερε με τα πολλά να μη δεχτεί το στέμμα. Ύστερα από την άρνηση του Λεοπόλδου, βιάστηκαν να βρουν όπως-όπως έναν άλλο βασιλιά. Σκέφτηκαν πρώτα το γιο του Ναπολέοντα, μα ο Γάλλος βασιλιάς δεν τον ήθελε γιατί θα ήταν υποχρεωμένος να τον ονομάζει -όπως συνήθιζαν οι βασιλιάδες- «αδερφό» του! Τότε μερικοί, -από τους πρώτους κι ο Έυνάρδος- πρότειναν τον Όθωνα κι οι Μεγάλες Δυνάμεις τον δέχτηκαν πρόθυμα, τους Έλληνες ούτε τους ρώτησε κανείς. Ποιους να ρωτήσουν, άλλωστε, αφού οι αστοκοτζαμπάσηδες συνέχιζαν το αντεθνικό τους όργιο και διαιρεμένοι ακόμα σε τρεις μερίδες, πράκτορες των ξένων, ματοκυλούσαν το λαό και είχαν κυριολεκτικά λυσσάξει ποια από τις τρεις θα πάρει την εξουσία, για να την κρατήσει με τον ερχομό του καινούργιου ηγεμόνα, οποιοσδήποτε κι αν ήταν αυτός.
Το παρακάτω επεισόδιο αποδείχνει ότι τους είχε ξεφύγει πια κάθε ηθικό χαλινάρι και δεν τους έμενε ούτε κουκούτσι εθνικής συνείδησης. Οι πράκτορες της τσαρικής Ρωσίας Μεταξάς, Ζαΐμης και Σία συνεννοήθηκαν με το Ρώσο ναύαρχο Ρίκορδ, να τον κάνουν κυβερνήτη της Ελλάδας. Του ναύαρχου του καλάρεσαν, φαίνεται, τα μεγαλεία κι όταν οι ντόπιοι πράκτορές του, παίρνοντας μαζί και τη Γερουσία, καταφύγανε στο Άστρος, πήγε κι αυτός εκεί για να πάρει, το χρίσμα του Κυβερνήτη. Τότε όμως οι Έλληνες «φίλοι» του του 'σκασαν το παραμύθι, ζητώντας του να πληρώσει 200.000 φράγκα για την εκλογή και τα έξοδα της καινούργιας κυβέρνησης. Αλλά ο φιλόδοξος τυχοδιώκτης, μόλις είδε με τί ληστές είχε να κάνει, πήρε δρόμο κι οπού φύγει φύγει!
Τα τέτοια γεγονότα ανάγκασαν τις «προστάτιδες» δυνάμεις να βιαστούνε στην εκλογή του Όθωνα, χωρίς να τους καίγεται καρφί αν ο καινούργιος βασιλιάς ήταν ένα ηλίθιο παιδαρέλι, ούτε επίσης τους ένοιαζε για το αν ήταν ολότελα ξένος με την ψυχή, τους πόθους, τους καημούς και τα βάσανα του λαού, που θα κυβερνούσε. Κι ο πολύπαθος τούτος λαός, μες στην απελπισία του και τη συγκινητική του απλοϊκότητα, πίστεψε τον άρχοντα που του επέβαλαν κάτι περισσότερο από το Μεσσία και τον υποδέχτηκε πραγματικά μετά βαΐων και κλάδων. Οι λογιότατοι κι οι Φαναριώτες, παραμερίζοντας τα εσωτερικά προβλήματα, ανάλαβαν από τότε να πείσουν τις λαϊκές μάζες ότι έρχεται ο συνεχιστής του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, για να ζωντανέψει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, να πραγματοποιήσει τη Μεγάλη Ιδέα.
Όνειρα ψεύτικα, ελπίδες έξω από κάθε πραγματικότητα, πόθοι άπιαστοι, όλα μαζί τα συναισθήματα πού γεννάει στους λαούς η δυστυχία, όταν δεν είναι δυνατό να δοθεί σ' αυτήν επαναστατική διέξοδος, πλημμύριζαν και παράσερναν του λαού την ψυχή.
Κι ο Όθωνας με τους προστάτες του πόσο φροντίσανε γι' αυτό το λαό ! Κατεβαίνοντας στην Ελλάδα, πήρε μαζί του να μας φέρει και κάμποσα δώρα. Πρώτα πρώτα τους Βαυαρούς του, δηλαδή το στρατό, τους σακαράκηδες, τους τρεις αντιβασιλιάδες και κοντά σ' αυτούς είχε κολλήσει, στη συνοδεία του κι ακριδολόι ολόκληρο από τυχοδιώκτες, κερδοσκόπους, τοκογλύφους, χρεοκοπημένους «σοφούς» και κάθε καρυδιάς καρύδι. Κι ακόμα, μόλις πάτησε το ποδάρι του στ' 'Ανάπλι, «ξένοι πάσης εθνικότητας», λέει ένας ξένος ιστορικός, «συνέρρευσαν είς την πόλιν. Εις τούτους προσετέθησαν τυχοδιώκται από όλα τα μέρη της Εγγύς Ανατολής, οί όποιοι ήρχοντο δια να εύρουν εργασίαν ή δια να κερδίσουν χρήματα με το καλό ή με το κακό». Και το κυριότερο δόλωμα πού τράβαγε όλο τούτον τον κόσμο στη χώρα μας ήταν ένα άλλο μεγάλο δώρο πού μας έφερνε ο Όθωνας.
ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ ΤΩΝ 60 ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΩΝ
Στο ΄Αργος, υστέρα από τη δολοφονία του Καποδίστρια, μαζεύτηκε ή Ε' Εθνοσυνέλευση το Δεκέμβρη του 1831 κι εψήφισε πάλι άλλο «πολιτικό σύνταγμα της Ελλάδας». Το άρθρο 246 ορίζει ότι «ο ηγεμών δεν ημπορεί να τάξη κανένα φόρον, δασμόν, ή δόσιμον ή είσπραξιν οποιανδήποτε ή δάνειον να κάμη, χωρίς νόμους ή ψηφίσματος συζητηθέντος και παραδεχθέντος υπό του νομοθετικού σώματος». Αυτά όμως οι ξένοι τα 'γραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια, γιατί σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Φλεβάρη του 1830, οι τρεις «προστάτιδες» δυνάμεις, φέρνοντας το βασιλιά, αναλάβαιναν την υποχρέωση να εγγυηθούν ένα δάνειο, που δεν θα ξεπερνούσε τα 60 εκατομμύρια.
Η Ιστορία αυτού του δανείου είναι μεγάλη, μα πολύ μεγαλύτερη είναι η ξετσιπωσιά κι η παλιανθρωπιά όσων ανακατεύτηκαν σ' αυτή την ιστορία. Ας ιδούμε τα πράγματα με τη σειρά.
Το δάνειο είχε κανονιστεί από τον καιρό της εκλογής του Λεοπόλδου και θα δινόταν σε τρεις δόσεις από 20 εκατομμύρια φράγκα. Στην αρχή θα 'βγαινε μόνο η πρώτη δόση και η καθεμιά δύναμη εγγυότανε την πληρωμή του 1/3 από το χρονιάτικο χρεολύσιο και τους τόκους. Οι δύο άλλες δόσεις θα 'βγαιναν ανάλογα με τις ανάγκες του βασιλιά και του βασιλείου του κι υστέρα από συνεννόηση με τις τρεις δυνάμεις. Οι εγγυήσεις όμως που απόσπασαν οι «προστάτες» μας, οι φύλακες-άγγελοί μας, σήμαιναν την οικονομική και πολιτική υποδούλωση της χώρας μας σε δαύτους, γιατί υποχρέωναν την Ελλάδα να διαρρυθμίσει με τέτοιον τρόπο τις πρώτες πρόσοδες του κράτους, ώστε τα πραγματικά έσοδα του Δημόσιου Ελληνικού Ταμείου να διατίθενται πριν άπ' όλα για την εξυπηρέτηση του δανείου και να μη χρησιμοποιηθούν σε καμιά περίπτωση για κανέναν άλλο σκοπό, αν δεν εξασφαλιστούν τα τοκοχρεολύσια, που 'χαν εγγυηθεί οι τρεις δυνάμεις. Έτσι τώρα επιχειρούσαν την ολοκληρωτική εξάρτηση της χώρας μας και τον έλεγχο πάνω σ' αυτή, σε βαθμό πού να μην μπορεί να πάρει ανάσα.
Ο Όθωνας δέχτηκε το στέμμα της Ελλάδας, αφού προηγούμενα η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία επανάλαβαν την υπόσχεση που 'χανε δώσει και στον Λεοπόλδο για το δάνειο. Η υπόσχεση δόθηκε με τη συνθήκη που υπόγραψαν στις 7.5.32 οι τρεις δυνάμεις και η Βαυαρία! Η Ελλάδα ούτε και τώρα ρωτήθηκε, μα πάλι για ποιο λόγο να μας ρωτήσουν, αφού από το δάνειο τούτο δεν θα παίρναμε ούτε μια πεντάρα; Εμείς, όπως θα δούμε, θα το πληρώναμε μονάχα και μάλιστα θα το πληρώναμε διπλό και τρίδιπλο.
Τη μεσιτεία για το δάνειο τούτο την ανέλαβε ο οίκος Έιχταλ του Μονάχου. Αυτός όμως τη μεταβίβασε στον οίκο Αγνάδο και τούτος ο τελευταίος ανάθεσε με ιδιαίτερη συμφωνία την έκδοση του δανείου στους Ρότσιλδ, τους μεγαλύτερους τότε τοκογλύφους του κόσμου. Η έκδοση δεν ήταν δυνατό να γίνει στη χρηματαγορά του Λονδίνου, επειδή είχε σταματήσει η πληρωμή του τόκου των δανείων της ανεξαρτησίας κι η Ελλάδα είχε γραφτεί στο μαυροπίνακα των χρεοκοπημένων κρατών. Ο Ρότσιλδ ανάλαβε να το δώσει με πραγματική τιμή 94%. Και τότε παρατηρήθηκε ένα εξαιρετικό φαινόμενο, πού στην ιστορία των ελληνικών δανείων μονάχα το 1898 επαναλήφτηκε. Ή εγγύηση των δυνάμεων, οι βαριοί οροί κι οι πρωτάκουστες εγγυήσεις έδιναν τόσο μεγάλη ασφάλεια στους ομολογιούχους, ώστε η μεγάλη ζήτηση ομολογιών έκανε να βγει το δάνειο στη Γαλλία στα 111%, στην Αγγλία 116% και στη Ρωσία στα 107%. Δηλαδή από 60 εκατομμύρια, πού ήταν το ονομαστικό ποσό, έφτασε τα 64. Οι παντοδύναμοι όμως τοκογλύφοι υπολόγισαν την πραγματική τιμή πού συμφώνησαν, δηλαδή το 94%, με βάση τα 60 εκατομμύρια και όχι τα 64. Και αντί να πάρουμε κανονικά 60.160.000, πήραμε 57 μονάχα. Έτσι η πραγματική τιμή κατέβηκε στα 89% και μας φάγανε 3 εκατομμύρια, πού κανονικά ανήκανε στην Ελλάδα. Αυτά όμως είναι ανώδυνα τσιμπήματα μπροστά στις αγιάτρευτες πληγές πού ανοίχτηκαν από δω και πέρα.
ΠΩΣ ΣΠΑΤΑΛΗΘΗΚΕ ΤΟ ΔΑΝΕΙΟ
Από τα 57 εκατομμύρια πού κανονίστηκε να πάρουμε, οι τοκογλύφοι τραπεζίτες κράτησαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, 33 ολόκληρα εκατομμύρια για προκαταβολικούς τόκους και χρεολύσια και για τα λοιπά έξοδα του δανείου ! Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις κράτησαν άλλα 2,5 εκατομμύρια φράγκα για εξόφληση των προκαταβολών πού είχανε δώσει, καθώς είδαμε, στον Καποδίστρια! 12.531.000 αποφασίστηκε να τα πάρουν οι Τούρκοι, για την εξαγορά τάχα των επαρχιών της Αττικής, της Ευβοίας και της Φθιώτιδας. Ενώ στην πραγματικότητα, όμως, κι οι Τούρκοι πήραν αέρα κοπανιστό, γιατί ο όρος αυτός της αποζημίωσης μπήκε στη συμφωνία επίτηδες για να πάρει η Τσαρική Ρωσία μιαν αποζημίωση από 6 εκατομμύρια, που είχε καταδικαστεί να της πληρώσει η Τουρκία. Τα υπόλοιπα σίγουρα θα τα πήραν οι άλλοι δύο συνέταιροι. Τώρα μας μένει ένα υπόλοιπο κάπου 9 εκατομμύρια δραχμές. Κι αυτά τα καταβρόχθισαν μέχρις εσχάτων οι Βαυαροί.
Οι αντίβασιλιάδες ΄Αρμανσμπεργκ, Μάουρερ και ΄Ευδεκ ζήτησαν επίμονα να μη διαιρεθεί το δάνειο σε τρεις σειρές κι η αίτηση τους έγινε δεκτή. Έτσι περίσσεψαν και για δαύτους μερικά εκατομμύρια πού τα πήραν προκαταβολικά για τα κυβερνητικά έξοδα κι αρχίσανε να τα ξεκοκαλίζουν πριν κατεβούνε στην Ελλάδα, όταν ακόμα βρισκότανε στο Μόναχο. « Ο ΄Αρμανσμπεργκ, ο Μάουρερ και ο ΄Ευδεκ», γράφει ο Εγγλέζος Ιστορικός Φίνλεϋ, «συνεκρότησαν εν Μονάχω σύσκεψιν καθ' ην, μεταξύ πολλών άλλων επαίσχυντων καταχρήσεων των ελληνικών χρημάτων, προσέθεσαν σχεδόν 4.500 λίρες είς τον μισθον του κόμητος ΄Αρμανσμπεργκ δια να δύναται ούτος να δίδη χοροεσπερίδας δια τους ξένους και τους Φαναριώτας»! Ο Λουδοβίκος πάλι, ο πατέρας του Όθωνα, είχε υποσχεθεί να πληρώνει τους Βαυαρούς αξιωματικούς από το ταμείο του κράτους του, αλλά κι αυτοί κι οι στρατιώτες τους πληρώθηκαν από τα λεφτά του δανείου. Τα έξοδα για δαύτους, σύμφωνα με τους επίσημους λογαριασμούς, φτάσανε τα 19 εκατομμύρια δραχμές, δηλαδή εκτός από το δάνειο έφαγαν και αρκετά εκατομμύρια από τον αναιμικό προϋπολογισμό της φτωχής και ρημαγμένης τότε χώρας μας.
Έτσι από το δάνειο του Όθωνα για την Ελλάδα ουσιαστικά δεν πήραμε ούτε ένα μονόλεφτο, ούτε μισό λεφτό ! Το 'φαγαν ίσαμε να πεις αμήν, ενώ εμείς για δεκάδες χρόνια πληρώναμε τα σπασμένα και μάλιστα τα πληρώσαμε πολύ ακριβά. Κι όμως, ένα τόσο τεράστιο ποσό έδινε τότε απεριόριστες δυνατότητες για την ολόπλευρη ανάπτυξη και πρόοδο της χώρας μας. Μα αντί γι' αυτό, το καταραμένο τούτο δάνειο κι ο βασιλιάς πού το 'φερε, μαζί με τους ασυνείδητους Έλληνες πολιτικούς, έγιναν αιτία να μεταβληθεί η Ελλάδα σε κλοτσοσκούφι των ξένων δυνάμεων και τοκογλύφων.
[...]
Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ Όταν όλοι, από το βασιλιά ίσαμε το μικροκεφαλαιούχο, κοιτούσανε πώς να τοποθετήσουν τα λεφτά τους στην τοκογλυφία και την κερδοσκοπία, εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί σε τι φτώχεια βούλιαζε ο λαός. Από το 1840 κι εδώθε η αγανάκτηση μεγάλωνε. Οι Έλληνες, ποιος λίγο, ποιος πολύ, αρχίσανε να συναισθάνονται ότι η βασιλεία του Όθωνα δεν ήτανε τίποτα περισσότερο από ένα χάπι χρυσωμένο, πού μόλις το κατάπιε ο λαός, τότε ένιωσε την πικράδα του. Οι στρατιώτες στ' ανοιχτά παράθυρα του παλατιού ρίχνανε προκηρύξεις, πού ζητούσαν πολίτευμα συνταγματικό. Ανάμεσα στις λαϊκές μάζες αρχίσανε μεγάλες ζυμώσεις - πολλές αυθόρμητες και λίγες οργανωμένες. Ό Όθωνας, όμως, οι Βαυαροί κι οι Έλληνες υπουργοί συνέχιζαν την εγκληματική πολιτική τους, που οδηγούσε τη χώρα στην καταστροφή και την ερήμωση.
Το 1842 αύξησαν τη φορολογία για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των ξένων και να τα βγάλουν πέρα με τις ανοικονόμητες σπατάλες τους. Σκάρωσαν κι έναν καινούργιο τελωνειακό νόμο, μα ήταν τόσο περίπλοκος που στο τέλος τον παρατήσανε. Μάλιστα το Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου έγινε υπουργός των Οικονομικών κάποιος Σιλήβεργος, που ήταν παράφρονας !
Μ' όλους τους φόρους όμως, το έλλειμμα του προϋπολογισμού ξεπερνούσε τα 3 εκατομμύρια. Τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα. Πολλά επαρχιακά συμβούλια διαλύθηκαν, επειδή διαμαρτυρήθηκαν για την αβάσταχτη φορολογία. Δεκατρία μέλη του συμβουλίου της Μεσσηνίας κλείστηκαν στη φυλακή, επειδή υπογράψανε μια διαμαρτυρία ενάντια στους φόρους, και, τέσσερα μέλη πού δεν την υπόγραψαν πήραν παράσημο το Σταυρό του Σωτήρας !
Κι οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν ότι μπορούσανε με τους πράκτορες τους για να χειροτερέψουν την κατάσταση μας. Είχαν δημιουργήσει από τους ντόπιους πολιτικούς ξενόδουλες αντεθνικές κλίκες, πρόθυμες να προδώσουν τα συμφέροντα της χώρας μας. Ο Πάλμερστον δήλωνε ανοιχτά ότι η ανικανότητα του Όθωνα κατάντησε την Αθήνα μια «κοιτίδα μηχανορραφιών παντός είδους». Κι ο καινούργιος Εγγλέζος πρεσβευτής Λάυονς έλεγε στον πρεσβευτή της Αυστρίας : «Πραγματικώς ανεξάρτητος Ελλάς αποτελεί παραλογισμόν. Η Ελλάς είναι ή ρωσική ή αγγλική και επειδή δεν πρέπει να είναι ρωσική πρέπει να είναι αγγλική. Ο βασιλέας δεν είναι με το μέρος μας, συνεπώς είναι Ρώσος. Εγκατέλειψα την ελπίδα να σώσω τον βασιλέα, διότι οι περί αυτόν είναι ρωσόφιλοι. Είμαι έτοιμος ν' αποδείξω, αυτήν την στιγμήν, ότι ο βασιλεύς είναι ηλίθιος: η απόδειξις ευρίσκεται είς τα αρχεία μας» (είχε τις εκθέσεις των Ευρωπαίων γιατρών πού εξέτασαν τον Όθωνα). «Περιμένω τώρα την 31ην Μαρτίου οπότε το τοκοχρεωλύσιον του δανείου καθίσταται απαιτητόν. Νομίζω ότι τα εκατάφερε καλά με τον προϋπολογισμό του για το 1838. Ε λοιπόν ! Έγραψα είς τον Πάλμερστον ότι η όλη υπόθεσις αποτελεί ψευδός. Η χρεωκοπία επίκειται, σας βεβαιώ, και είμαι ευχαριστημένος» ! Τα λέει τόσο καθαρά ο πρεσβευτής πού τα λόγια του δεν χρειάζονται κανένα σχόλιο.
Ήρθε, λοιπόν, κι η χρεοκοπία, αφού όλοι έκαναν «το κατά δύναμη» για να την προκαλέσουν.
Το 1843 η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν μπορούσε να πληρώσει το τοκοχρεολύσιο του δανείου του 1833. Ή Ελλάδα βρέθηκε πολύ φτωχότερη άπ' ό,τι ήτανε την ήμερα πού 'κανε το δάνειο. Τώρα το χρέος είχε φτάσει τα 90 εκατομμύρια από 60. Και με έσοδα 14 εκατομμύρια έπρεπε κάθε χρόνο να πληρώνει για μια δόση 6 εκατομμύρια, δηλαδή τα 43%! Οι «προστάτιδες δυνάμεις» πήραν τότε τα μέτρα τους. Όχι βέβαια για να μας σώσουν, αλλά για ν' αρπάξουν ό,τι είχε απομείνει.
Στο Λονδίνο έγινε μια σύσκεψη πριν από τη χρεοκοπία και οι πρεσβευτές των δυνάμεων ανάγκασαν την ελληνική κυβέρνηση να συγκροτήσει μια επιτροπή για να κάνει έρευνα πάνω στα έξοδα του προϋπολογισμού. Στην επιτροπή μπήκε κι ο τρελο-Σιλήβεργος! Επίσης το Φλεβάρη του 1843 υπογράφτηκε μια σύμβαση, που μάζευε τα χρέη μας στον πατέρα του Όθωνα σε 2.667.771 δρχ., χώρια εκείνα που ξοδεύτηκαν για το παλάτι. Και σαν να μη μας έφταναν τ' αλλά, ορίστηκε κι αυτών η πληρωμή με δόσεις από το 1842-1847.
Κι υστέρα από την κήρυξη της χρεοκοπίας, οι τρεις δυνάμεις που είχαν εγγυηθεί το δάνειο υπογράψανε στο Λονδίνο το Μάη του 1843 ένα πρωτόκολλο κι αποφασίσανε να επέμβουνε στα εσωτερικά μας, ν' αναγκάσουν την κυβέρνηση να κάνει οικονομίες, για να τους πληρώσει και να τους παραχωρήσει τις εισπράξεις του τελωνείου της Σύρας. Δηλαδή ανοιχτό οικονομικό και πολιτικό έλεγχο. Οι Βαυαροί κι Έλληνες «ιθύνοντες» δεν είχαν καμίαν αντίρρηση.
Τότε όμως ξέσπασε η λαϊκή θύελλα. Ό λαός πήρε το λόγο!
ΤΟ 1843 ΚΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ
Οι λαϊκές μάζες είχαν πια απαυδήσει από την πολιτική του Όθωνα και των αντιβασιλιάδων. Πίστεψαν ότι ο ερχομός τους θα συνοδευότανε με μιαν εθνική ανάσταση. Περίμεναν το βασιλιά για να χορτάσουν, όπως πίστευαν, το ψωμί κι είδανε στο τέλος ότι τους άρπαξαν και τα λίγα ψίχουλα που τους απόμεναν. Έχυσαν ποτάμι το αίμα για να λευτερωθούν από τους Τούρκους κι έβλεπαν ότι τώρα σκλαβώθηκαν στους Βαυαρούς, τους ξένους τραπεζίτες και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Γι' αυτό κι η εξέγερση του '43 πήρε μεγαλειώδη χαρακτήρα και στράφηκε όχι μονάχα εναντίον του Όθωνα, μα και σ' όλους τους ξένους γενικά.
Ο λαός, κοντά στο σύνταγμα και τις λαϊκές ελευθερίες, απαίτησε το διώξιμο των Βαυαρών, το σταμάτημα της πληρωμής του βαριού τοκοχρεολύσιου για δάνειο που δεν πήραμε κι ανάγκασε την Εθνοσυνέλευση ν' αμφισβητήσει, με ψήφισμά της τη νομιμότητα των δανείων του Λουδοβίκου.
Μπροστά στο λαϊκό τούτο ξέσπασμα, οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγκαστήκανε να βάλουν την ούρα στα σκέλια και να παραιτηθούνε από τα σχέδια τους για την επιβολή οικονομικού ελέγχου. Τώρα έπρεπε να σωθεί ο θρόνος. Κι ο Λάυονς, ξεχνώντας τις απειλές του, έκανε το καθετί για να μην πέσει ο Όθωνας. Αυτό επέβαλε τούτη τη στιγμή το συμφέρον τους. Όσο για τ' αλλά, δεν χάθηκε ο κόσμος. Αφού δεν μπόρεσαν με τους Βαυαρούς να μας καταφέρουν να τους πληρώσουμε το δάνειο πού δεν πήραμε, θα προσπαθούσαν τώρα να το πετύχουνε με τους Έλληνες υπουργούς και πρωθυπουργούς.
Η λαϊκή εξέγερση του '43, μ' όλη της την έκταση, δεν πέτυχε να λύσει κανένα πρόβλημα αστικοδημοκρατικό. Έλειπε το συνειδητό κι οργανωμένο προλεταριάτο κι οι λαϊκές μάζες έμειναν ακαθοδήγητες. Οι αστοί έμποροι και τραπεζίτες είχανε πια μπλεχτεί και δεθεί σ' ένα μπλοκ αξεχώριστο -με κοινά συμφέροντα- μαζί με τους τσιφλικάδες-κοτζαμπάσηδες, τα μεγάλα τζάκια που καπηλεύτηκαν τον αγώνα του 1821. Έτσι, οι πρώτοι εκμεταλλεύτηκαν το λαϊκό κίνημα για να στεριώσουν και να πλατύνουν τη θέση τους μέσα στον κρατικό οργανισμό και τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ύστερα από το 1843, οι Βαυαροί περάσανε βέβαια στα παρασκήνια. Στην κυβέρνηση όμως ήρθαν από δω και πέρα οι Μεταξάς, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Κουντουριώτης, Λόντος - όλοι γνωστά ονόματα και παλιές γνωριμίες. Άλλαξε δηλαδή ο Μανολιός κλπ. κλπ. Σήμα κατατεθέν της πολιτικής τους είναι το ροκάνισμα του δημόσιου ταμείου, οι φόροι, τα ρουσφέτια, οι καλπονοθείες και το ξεπούλημα της χώρας στους ξένους. Θα 'ναι απαραίτητο για την ιστορία μας να χαράξουμε μερικές χοντρές πινελιές από την τέτοια πολιτική τους.
Με την ψήφιση του καινούργιου συντάγματος, στην πολιτική σκηνή εμφανίστηκαν τρία κόμματα -το εγγλέζικο, το γαλλικό και το ρούσικο- πού τα κινούσαν από τα παρασκήνια σαν μαριονέτες οι πρεσβευτές των τριών δυνάμεων. Ανάμεσα σε δαύτους μάλιστα άρχισε τώρα ένας άγριος ανταγωνισμός για το ποιος θα βάλει δικό του πρωθυπουργό. Στο τέλος επικράτησε ο Λάυονς κι έγινε πρόεδρος της κυβέρνησης ο αρχηγός του εγγλέζικου κόμματος Μαυροκορδάτος, που είχε ανοιχτά κηρυχτεί εχθρός του λαϊκού ξεσηκώματος του 1843. Τότε η γαλλική κυβέρνηση έδωσε εντολή στον πρεσβευτή της Πεσκατόρι να υποστηρίξει με κάθε μέσο τον Κωλέττη, αρχηγό του γαλλικού κόμματος, για να ρίξουν τον Μαυροκορδάτο. Κάτι τέτοιες ευκαιρίες τις περίμενε ο Κωλέττης σαν μεγάλη λαμπρή. Απόσπασε από τον Πεσκατόρι 10.000 φράγκα για να πληρώνει ιδιαίτερη σωματοφυλακή κι έβαλε αρχηγό της ένα διάσημο ληστή! Ό Λάυονς όμως, για να μην υστερήσει σε γενναιοδωρία, έκοψε στον Μαυροκορδάτο ένα κοντύλι από 285 λίρες, για να πληρώνει κι αυτός σωματοφυλακή και χρέωσε το ποσό τούτο στο κοντύλι της μυστικής υπηρεσίας. Σε τι σημείο είχανε ξεπέσει οι «Έλληνες» πολιτικοί!
Σε λίγο πού προκηρύχτηκαν οι εκλογές, το κάθε κόμμα για να τις κερδίσει δεν υποχώρησε ούτε μπροστά στα πιο αισχρά μέσα. Όλους όμως τους ξεπέρασε ο Μαυροκορδάτος, πού 'χε και την εξουσία στα χέρια του. Ο υπουργός του -και της Δικαιοσύνης, μάλιστα- Λόντος έστειλε ένα γράμμα στις αρχές της Πάτρας και τις διέταξε να εξασφαλίσουν την εκλογή του με κάθε μέσο και θυσία !
Τον Αύγουστο όμως του 1844 έπεσε ο Μαυροκορδάτος κι ο βασιλιάς κάλεσε τον Κωλέττη να φτιάσει κυβέρνηση. Αυτός, λοιπόν, τότε πήγε στα ανάκτορα με την άμαξα του Γάλλου πρεσβευτή! Έμεινε στην εξουσία ίσαμε το 1847 κι η περίοδος της διακυβέρνησης της Ελλάδας από δαύτον -μέγα φαγά των δανείων της ανεξαρτησίας- αποτέλεσε μιαν από τις πιο μαύρες σελίδες της Ιστορίας μας. «Οι ιδέες του για τη διακυβέρνηση της χώρας» -γράφει ένας ξένος συγγραφέας- «στηρίζονταν στις αρχές του πρώην αφέντη του Άλη-Πασα, στην εξαγορά των συνειδήσεων και στις καταχρήσεις του δημοσίου χρήματος». Ευτυχώς που πέθανε το 1847 και τότε ο γραμματέας της γαλλικής πρεσβείας -πού τόσο τον υποστήριζε- έγραφε στην αδερφή του «περί του μεγάλου ανδρός δεν γίνεται περισσότερος λόγος άπ' ο,τι για έναν ψόφιο τράγο». Ό Όθωνας όμως έγραφε στον αδερφό του: «Για μένα εξακολουθεί ίσαμε ένα βαθμό να ζει. Είναι ο δάσκαλος μου»! Κι έτσι τώρα την Ελλάδα την κυβερνούσε η σκιά του Κωλέττη, μαζί με τα καπρίτσια και τις μηχανορραφίες της Αμαλίας, πού στάθηκε ο δεύτερος πολιτικός δάσκαλος του ηλίθιου βασιλιά.
Ό υπουργός των Στρατιωτικών Τζαβέλας έγινε πρωθυπουργός το 1847 και το Μάρτη του 1848 αντικαταστάθηκε από τον Κουντουριώτη, πού ως υπουργός των Εσωτερικών είχε πριν από λίγα χρόνια καταδικαστεί για παραχάραξη. Όσο για λαϊκές ελευθερίες και σύνταγμα ούτε συζήτηση. Ελεύθεροι ήταν μονάχα το κόμμα πού βρισκότανε στην αρχή και οι μπράβοι του. Ο λαός είχε φτάσει πάλι σε απόγνωση.
Οι μικροεξεγέρσεις ήταν συχνότατες. Ιδιαίτερα το 1848 ξέσπασαν και στην Ελλάδα πολλές άγνωστες στις λεπτομέρειές τους τοπικές εξεγέρσεις. Όλες όμως ή τις έπνιγαν στο αίμα ή τις εκμεταλλεύονταν για λογαριασμό τους οι πολιτικάντες. Μόλις τσακίζονταν οι αγροτικές εξεγέρσεις, πολλοί ξεσηκωμένοι αγρότες έπαιρναν τα βουνά για να γλιτώσουν και το 'ριχναν στη ληστεία.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Ολόκληρη τη χώρα μπορεί κανείς να την παρομοιάσει αυτή την περίοδο με μια κόλαση, πού μέσα της βασανιζόταν άγρια ο ελληνικός λαός. Μόνο πού 'λειψε ένας Δάντης, έστω και κατώτερης ποιότητας, για να μας περιγράφει τα βάσανα και τους καημούς του πολύπαθου αυτού λαού. Οι πνευματικοί του ηγέτες είχανε άλλες σοβαρότερες δουλειές να κοιτάξουν: τους αρχαίους ημών προγόνους, τη γλώσσα και τη Μεγάλη Ιδέα.
Και οι πολιτικοί του ηγέτες βαλθήκανε να μην αφήσουν τίποτα όρθιο. Για να πάρουν από τον αγρότη με τους φόρους ακόμα και το τελευταίο σπυρί στάρι πλαστογραφήσανε -στην κυβέρνηση Κωλέττη- τους μέσους όρους της παραγωγής του σταριού που τους παίρνανε σαν βάση για τον καθορισμό της φορολογίας. Όταν αποκαλύφτηκε η βρομοδουλειά, ο υπουργός των Οικονομικών την παραδέχτηκε, δήλωσε όμως ότι το φταίξιμο είναι περισσότερο του πρωθυπουργού.
Τότε η Βουλή πρότεινε να παραπεμφθεί ο Κωλέττης σε δίκη -παρόλο πού οι περισσότεροι βουλευτές ήταν οπαδοί του- άλλ' ο κυριότερος μάρτυρας της κατηγορίας πέθανε δηλητηριασμένος κι ο Όθωνας έπιασε και κατάφερε πολλούς βουλευτές να ψηφίσουν ενάντια στην πρόταση. Ο Κωλέττης εκείνη την περίοδο είχε μια σωματοφυλακή από 140 μπράβους, πού τους συντηρούσε κι επίσημα με λεφτά του δημοσίου και κρυφά με τις επιχορηγήσεις του Γάλλου πρεσβευτή.
Κι όταν τον κατηγόρησαν στη Βουλή ότι παίρνει μισθό πάνω από τον κανονικό, ο άθλιος χωρίς να δικαιολογηθεί δήλωσε ότι θα ξαναγύριζε όσα πήρε παραπάνου! Μόλις πέθανε αποκαλύφτηκε ότι είχε γδύσει σε τέτοιο βαθμό το δημόσιο, ώστε για να σκεπαστεί ένα μέρος από το έλλειμμα δημεύτηκε όλη του ή περιουσία !
Αρκετά ζωντανά ζωγραφίζει την κατάσταση η παρακάτω αγόρευση ενός υπουργού των Οικονομικών γύρω στα 1847, που κι αυτός προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του : «Κύριοι, προ τινων ημερών με εκαλέσατε δια να σας δώσω μίαν εικόνα της καταστάσεως των οικονομικών μας και εγώ απέφυγα να προσέλθω προβάλλων την δικαιολογίαν ότι τότε μόλις είχα αναλάβει την εξουσίαν. Τώρα προσέρχομαι εις την Βουλήν δια να σας είπω ότι το υπουργείον των Οικονομικών ευρίσκεται εις κατάστασιν πλήρους αποσυνθέσεως και παραλύσεως, ότι δεν υπάρχουσι λογαριασμοί ούτε δια τα έσοδα, ούτε δια τα έξοδα και ότι είναι απολύτως αδύνατον να σας παρουσιάσω οτιδήποτε προσομοίαζαν προς ακριβή προϋπολογισμόν.
Συνεπεία της αισχρότητος ή της ανικανότητος των δημοσίων υπαλλήλων, οι δημόσιοι λογαριασμοί ευρίσκονται εις χαώδη κατάστασιν. Όλα όσα σας είπα....εν σχέσει με την απόλυσιν παντός τιμίου ανθρώπου και με την διαπραγήν του δημοσίου χρήματος είς την Σύρον και αλλαχού είναι απολύτως αληθή. Εκατομμύρια οφείλονται εις το κράτος και δεν γνωρίζομεν ποιοι είναι οι οφειλέται μας, διότι τα βιβλία εισπράξεων έχουν εξαφανισθεί. Αυταί είναι αι ανακοινώσεις τας οποίας είχα να κάμω περί της οικονομικής καταστάσεως».
Εννοείται ότι αυτοί οι οφειλέτες ήταν οι τσιφλικάδες κι οι τοκογλύφοι, γιατί ο φτωχός λαός υποχρεωνότανε με βασανιστήρια μεσαιωνικά να πληρώνει τους αβάσταχτους φόρους. Το φοροκυνηγητό είχε μεταβληθεί σε εξοντωτικό ανθρωποκυνήγι. Μια χρονολογία ξεσηκώθηκε όλη η Ευρώπη, όταν μαθεύτηκαν τα κατορθώματα ενός μεταβατικού αποσπάσματος που στάλθηκε απ' την κυβέρνηση στη Μεσσηνία, για να εισπράξει τους φόρους. Κάθε βασανιστήριο που ήτανε δυνατό να εφεύρει η εγκληματική φαντασία των σταυρωτήδων και καραβανάδων, εφαρμόστηκε στους δυστυχισμένους αγρότες. Χρησιμοποίησαν ακόμα και καυτό λάδι και λιωμένο κερί!
Ο στρατός κι η χωροφυλακή είχαν τότε δύναμη 8.000 άντρες κι άπ' αυτούς οι 1.100 ήταν αξιωματικοί. Το ναυτικό είχε εν ενεργεία 429 αξιωματικούς, χωρίς ούτε ένα καράβι κατάλληλο να πλεύσει. Φτάσανε σε τέτοια χάλια, ώστε το 1848 δεν βρισκότανε πεντάρα στα ταμεία κι αναγκάστηκε το δημόσιο να δανειστεί λίγες εκατοντάδες λίρες για τα έξοδα του Τρικούπη, πού θα πήγαινε να συγχαρεί τον Μαξιμιλιανό, τον αδερφό του Όθωνα, γιατί έγινε βασιλιάς της Βαυαρίας αντικατασταίνοντας τον πατέρα του, τον «εστεμμένο ποιητή» πού τον είχε ξελογιάσει ή Λόλα Μοντέζ κι έχασε για χατίρι της το θρόνο.
Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ*
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗ
Α'. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΠΕΛΑΓΩΜΑ
Η περίοδος 1931-32 είναι αρκετά δραματική για το λαό και την Ελλάδα. Η κρίση από 'να μέρος κι η πολιτική των φαυλοκρατικών κυβερνήσεων από τ΄ άλλο, ερήμωσαν πάλι τη χώρα. Τα καπνά κι η σταφίδα έμεναν απούλητα, μαζί με τις εξαγωγές πέφτουν κι οι εισαγωγές. Οι αγρότες πεινούν, οι εργάτες μένουν άνεργοι, όλοι οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε απόγνωση. Οι μόνοι που απολαμβάνουν μακάρια τη ζωή τους και αδιαφορούν για την τραγική αυτή κατάσταση είναι – εκτός από τους νεόπλουτους που δημιούργησε η κυβέρνηση Βενιζέλου – οι ξένοι και ντόπιοι ομολογιούχοι, που μέχρι το 1932 έπαιρναν στο ακέραιο το τοκοχρεολύσιο.
Με την αφαίμαξη όμως αυτή, ο προϋπολογισμός του 1931-1932 θα 'κλεινε με 1 δις έλλειμμα. Σε έσοδα 8.200 εκατομμυρίων έπρεπε να πάρουν οι ομολογιούχοι 4.400, δηλαδή τα 54%, την προηγούμενη χρονιά είχαν πάρει τα 40%. Για να πληρωθούν τώρα σε χρυσό, δεν αρκούσε το κάλυμμα της τράπεζας και δημιουργόταν άμεσος κίνδυνος να μείνει ο λαός χωρίς ψωμί, γιατί το περισσότερο στάρι εκείνο τον καιρό ερχόταν απ΄έξω. Η πληρωμή, λοιπόν, του τοκοχρεολύσιου θα ΄ταν εγκληματική παραφροσύνη. Εντούτοις, το Σεπτέμβρη του '31 η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα ότι τα τοκομερίδια των ομολογιούχων θα πληρωθούν στο ακέραιο και σε χρυσό. Και για να το πετύχει άρχισε να παίρνει μέτρα, που στρέφονταν κατά του λαού. Στις 8 του Οκτώβρη, γιορτή της Αγίας Πελαγίας, έγινε η δραχμοποίηση των καταθέσεων σε συνάλλαγμα, για να «προστατευθεί» το εθνικό νόμισμα και στην ουσία για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι. Με το μέτρο της δραχμοποίησης ληστεύτηκαν χιλιάδες κόσμου και κέρδισε η Εθνοτράπεζα εκατοντάδες εκατομμύρια, ενώ ο τορπιλισμός της δραχμής συνεχιζόταν στη μαύρη αγορά του συναλλάγματος με πρωταγωνιστές τον Μαρή κι άλλα πρωτοπαλίκαρα του Κόμματος των Φιλελευθέρων.
Εκείνον ακριβώς τον καιρό άρχισε να ξεσπάει απειλητική η λαϊκή αντίδραση. Το προλεταριάτο και οι υπάλληλοι παλεύουν ακούραστα μ΄ απεργίες για το ψωμί τους, οι επαγγελματίες κινητοποιούνται κι οι αγρότες κάνουν ομαδικές καθόδους στις πόλεις. Ο Βενιζέλος μυρίστηκε τον κίνδυνο και επιχείρησε να βγει από το αδιέξοδο. Το Γενάρη του ΄32 απευθύνθηκε στις μεγάλες δυνάμεις και στο ΔΟΕ και παρακαλούσε να του δώσουν πεντάχρονη αναστολή στα χρεολύσια και 50 εκατομμύρια δολάρια για να συμπληρωθούν τα παραγωγικά έργα. Ο υπουργός των Εξωτερικών στην οικουμενική είχε χαρακτηρίσει το ΔΟΕ «απλούν τεχνικόν σώμα», αλλά ένας οργανισμός που κρατάει στα χέρια του τη ζωή ενός ολόκληρου λαού και οι πρωθυπουργοί πέφτουν στα πόδια του και τον παρακαλούν, δεν είναι καθόλου «απλούν τεχνικόν σώμα», αλλά υπέρτατος, κυρίαρχος και παντοδύναμος αφέντης της χώρας μας. Επίσης ο Βενιζέλος ζήτησε να 'ρθει στην Ελλάδα κι αντιπρόσωπος της δημοσιονομικής επιτροπής της ΚΤΕ (σ.σ. Κοινωνία των Εθνών) για να κάνει «επιτόπιον έρευνα» και να διαπιστώσει σε πόσο κρίσιμη οικονομική κατάσταση βρισκόταν η χώρα. Στο τέλος τους έδινε την υπόσχεση ότι με το δάνειο που θα του ΄διναν, θα πλήρωνε και τους τόκους των εξωτερικών δανείων.
Οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, παλεύοντας τότε κι αυτές να ξεπεράσουν την κρίση που έδερνε τη χώρα τους, δεν έδωσαν καμία σημασία στο διάβημα του Βενιζέλου. Μόνο η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ ευαρεστήθηκε με τα πολλά να μας στείλει σαν αντιπρόσωπό της τον σέρ 'Οτο Νιμάγερ για να κάνει έλεγχο στα οικονομικά της χώρας μας. Ο Νιμάγερ, πρώην υπουργός των Οικονομικών, ήταν τότε διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας. Ήρθε στην Ελλάδα, έλεγξε τα έσοδα και τα έξοδα κι έφυγε κάνοντας μια έκθεση στο συμβούλιο της ΚΤΕ, στην οποία σύσταινε να μας ελεήσουν μονάχα με μια χρονιάτικη αναστολή του χρεολύσιου και το αντίστοιχο πόσο να διατεθεί για τα παραγωγικά έργα μαζί μ΄ένα δάνειο από 10 εκατομμύρια δολάρια. Η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ, που συνήρθε στο Παρίσι, χαρακτήρισε σαν επείγουσα την ανάγκη ενός δανείου για τα τοκοχρεολύσια, όμως μόλις και μετά βίας και με χίλιες δυο επιφυλάξεις και υποδείξεις αναγνώρισε ότι επιβάλλεται η προσωρινή ανακούφιση της Ελλάδας από τα εξωτερικά χρέη μ΄αναστολή των χρεολυσίων για ένα χρόνο! Αλλά επειδή πάνω στο τελευταίο αυτό ζήτημα η ελληνική κυβέρνηση είχε φέρει από την αρχή αντιρρήσεις, το συμβούλιο της ΚΤΕ κηρύχτηκε τελικά αναρμόδιο και μας παρέπεμψε να συνεννοηθούμε απευθείας με τους ομολογιούχους. Ο Μαρής, που βρισκόταν τότε στο Παρίσι για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της Ελλάδας, ομολόγησε αργότερα ότι τα μέλη της δημοσιονομικής επιτροπής προσπαθούσαν να βρουν κάποια προσωρινή λύση για να τη συνδυάσουν με έλεγχο πάνω στα οικονομικά μας, σαν να μην ήταν αρκετός ο ΔΟΕ.
Είχε όμως περάσει πια η εποχή του '97. Η φάρα του Γκλίξμπουργκ ήταν τότε μακριά από την Ελλάδα. Στην πατρίδα μας είχε πια αναπτυχθεί ένα πολυάριθμο προλεταριάτο, αρκετά ώριμο πολιτικά, που συγκλόνιζε την περίοδο εκείνη με τις απεργίες και τις διαδηλώσεις του το αστοτσιφλικάδικο οικοδόμημα. Το ΚΚΕ, ξεπερνώντας την κρίση του, πλούσιο πια σε πείρα και μονολιθικό ιδεολογικά, άρχιζε να αναδείχνεται αρχηγός των εργαζομένων της πόλης και του χωριού. Γι αυτό μια απόπειρα της κυβέρνησης για την επιβολή καινούργιου βαρύτερου ελέγχου ήταν όχι μόνο καταδικασμένη, αλλά θα απειλούσε ολόκληρο το πολιτικό και κοινωνικό οικοδόμημα των αστοτσιφλικάδων.
Μπροστά σ΄αυτή την απελπιστική κατάσταση ξεκινάει ο ίδιος ο Βενιζέλος και πηγαίνει στη Γενεύη. Κάνει μια δραματική έκκληση στο συμβούλιο της ΚΤΕ, αλλ΄αυτό περιορίζεται μόνο να λάβει σε υπό σημείωσιν τη γνώμη της δημοσιονομικής επιτροπής και παραπέμπει πάλι την ελληνική κυβέρνηση στους ομολογιούχους. Για καινούργιο δάνειο ούτε συζήτηση δεν μπορούσε να γίνει. Εν τω μεταξύ η κατάσταση τραβάει όλο και στο χειρότερο. Στις 25 του Μάρτη γίνεται μια μεγάλη σύσκεψη υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας και με σκοπό να μελετηθεί η οικονομική κατάσταση και τα μέτρα που πρέπει να παρθούν. Ανάμεσα στους συσκεπτόμενους βρίσκονται πολλοί υπεύθυνοι για το κατάντημα του τόπου. Οι καταχρήσεις, η κερδοσκοπία και οι ρεμούλες γίνονται το πιο συνηθισμένο φαινόμενο. Η διαφθορά κι η ηθική εξαχρείωση της κυβερνητικής κλίκας φτάνει στο κατακόρυφο. Νόθεψαν ακόμα και το κινίνο, πράξη αρκετά χαρακτηριστική για τη σαπίλα που βασίλευε ανάμεσα στην παράταξη που κυβερνούσε τη χώρα.
Β'. Η ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ
Επόμενο ήταν κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες να μεγαλώνει η απόγνωση κι η αγανάκτηση του λαού. Ο κόσμος άρχισε να κάνει γιουρούσι στους φούρνους. Οι πορείες πείνας πλήθαιναν καθημερινά. Ο Βενιζέλος έπρεπε να διαλέξει. Ή τα τοκομερίδια ή το ψωμί του λαού. Τελικά πήρε την απόφαση, αφού πρώτα ειδοποίησε το ΔΟΕ, ν΄αναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και να πληρώσει τα τοκομερίδια σε δραχμές. Μα κι οι δραχμές δεν ήταν εύκολο να οικονομηθούν. Οι κρατικές εισπράξεις το 1929-30 έφτασαν τα 9.242 εκατομμύρια. Το 1932-33, παρόλες τις καινούργιες φορολογίες, θα ΄φταναν σε 7.779 εκατομμύρια. Με την υποτίμηση της δραχμής οι ομολογιούχοι θα ΄παιρναν κάπου 6.000 εκατομμύρια. Για να σώσει την «πίστη» της χώρας, η κυβέρνηση επέβαλε, κάτω από τόσο τραγικές συνθήκες, καινούργιες φορολογίες 740 εκατομμυρίων, χωρίς να σωθεί μ΄αυτά η κατάσταση.
Και τότε- 16.4.1932 – ο Μαρής έστειλε ένα γράμμα στο ΔΟΕ και του δήλωνε ότι η κυβέρνηση ήταν αναγκασμένη να κηρύξει από την 1η του Μάη προσωρινό χρεοστάσιο και για τους τόκους. Έτσι, ήρθε η καινούργια χρεοκοπία. Η κυβέρνηση, όμως, που δεν μπορούσε να ανεχτεί το στίγμα, έδωσε εντολή στους αντιπροσώπους της στο Λονδίνο και το Παρίσι να 'ρθουν σ΄επαφή με τους ομολογιούχους για να ρυθμίσουν το ζήτημα. Ο Μιχαλακόπουλος, υπουργός των Εξωτερικών, δήλωσε στη δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ ότι θα δεχόταν πρόθυμα να 'ρθουν «αμερόληπτοι» διαιτητές και να ελέγξουν ίσαμε ποιό βαθμό μπορούμε να πληρώσουμε τα τοκομερίδια, «αφού προαφαιρεθούν τα απαιτούμενα για το primum vivere του ελληνικού λαού». Την ίδια θέση έπαιρνε κι ο Παπαναστασίου. Όλοι ήταν πρόθυμοι να καταδικάσουν το λαό να ζει μ΄ένα ξεροκόμματο, για να πληρωθούν οι ομολογιούχοι. Αυτοί όμως ήταν ανένδοτοι και τα ζητούσαν όλα ή τίποτε.
Αυτή την εποχή, ο Μαρής υποχρεώθηκε να φύγει από το υπουργείο των Οικονομικών σχεδόν με τη βία. (Είχε μπει μέσα, καθώς λένε, ξυπόλυτος και βγήκε με καντάρια χρυσάφι). Η Εθνοτράπεζα στις κρίσιμες εκείνες για τα συμφέροντά της στιγμές έβαλε απόλυτα δικό της υπουργό, τον Βαρβαρέσο, που προκαλεί αμέσως την άρση της σταθεροποίησης, σχεδόν τυπική γιατί την είχε από καιρό προκαλέσει η μαύρη αγορά του συναλλάγματος. Έτσι, επιβάλλεται πάλι η αναγκαστική κυκλοφορία. Στην έκθεσή του πάνω στον προϋπολογισμό του 1932-33, ο Βαρβαρέσος θέλησε να δικαιολογήσει τη χρεοκοπία. Τα ελλείμματα, είπε, δεν μπορούμε πια να τ΄αποφύγουμε με φορολογίες. Με περικοπές των εξόδων – σε βάρος κυρίως των μισθωτών – μόνο 480 εκατομμύρια οικονομήσαμε. Γι΄αυτό είναι αναπόφευκτο να καταφύγουμε στην ελάττωση των ποσών που διαθέτουμε για την υπηρεσία του δημόσιου χρέους, επειδή μας απορροφούν τα 55% του προϋπολογισμού και μάλιστα σε συνάλλαγμα. Γι΄ αυτό η κυβέρνηση βρέθηκε «εις την αναπόδραστον ανάγκην» να δώσει την άδεια στον υπουργό των Οικονομικών να αναστείλει τα χρεολύσια των εξωτερικών δανείων και τον τόκο «εν όλω ή εν μέρει». Σκόπευαν οπωσδήποτε να πληρώσουν ένα μέρος από τους τόκους. Στον προϋπολογισμό όμως δεν έγραφαν ακριβώς το ποσό, ελπίζοντας να το μεγαλώσουν οπωσδήποτε με τους φόρους. Έτσι αύξησαν κατά 25% τη φορολογία στα εισαγόμενα εμπορεύματα κι ενώ η κατάσταση ήταν κάτι παραπάνω από τραγική, οι Έλληνες πολιτικοί βρίσκονταν σ΄αδιάκοπη κίνηση και συγκίνηση και τους απασχολούσε αποκλειστικά το ζήτημα της πληρωμής των ομολογιούχων. Παντού είχαν φουντώσει οι σχετικές συζητήσεις. Ο Μιχαλακόπουλος, ο Παπαναστασίου κι ο Καφαντάρης υποστήριζαν να τους πληρώσουμε με τα καπνά μας. Οικονομολόγοι, πολιτικάντες, τραπεζίτες, όλοι έγραφαν και υπόδειχναν κάποιον τρόπο πληρωμής και κανένας δεν υποστήριξε να μην πληρώσουμε τίποτα.
Η οικονομική κρίση άρχισε να εξελίσσεται και σε πολιτική και οικονομική χρεοκοπία, να μεταβάλλεται σε γενική χρεοκοπία του αστοτσιφλικάδικου κόσμου. Ο Βενιζέλος, αντιμετωπίζοντας την πολιτική του χρεοκοπία και τη λαϊκή κατακραυγή, επιχείρησε μια πολιτική μανούβρα. Παραιτήθηκε κι ανέβηκε πρωθυπουργός ο Παπαναστασίου. Σε τέτοιες όμως στιγμές κι η δημαγωγία μπορεί να καταντήσει επικίνδυνη για την κυρίαρχη τάξη. Γι αυτό κι ο αρχηγός των Εργατοαγροτικών διώχτηκε μέσα σε μια βδομάδα κι ανέβηκε πάλι στην κυβέρνηση ο Βενιζέλος, με υπουργό των Οικονομικών τον Βαρβαρέσο. Στις 10 Αυγούστου ψηφίστηκε ο νόμος της δραχμοποίησης. Η άρση της σταθεροποίησης κι η δραχμοποίηση έδιναν το δικαίωμα στις τράπεζες να ληστέψουν άλλη μια φορά τον κόσμο. Η Κτηματική Τράπεζα-θυγατέρα του Χάμπρο και της Εθνικής – έκανε τους μικροϊδιοκτήτες να βρεθούν από τη μια μέρα στην άλλη με διπλάσιο περίπου χρέος.
Γ'. ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΕΝΝΟΗΣΕΙΣ
Συγχρόνως άρχισαν πάλι, οι συνεννοήσεις με τους ξένους ομολογιούχους. Ο Βαρβαρέσος έφυγε για την Ευρώπη κι υστέρα από μακριές διαπραγματεύσεις, συμφώνησαν το Σεπτέμβρη του 1932 να πληρωθούν 30% των τόκων για το 1932-33, κι αν βελτιωνόταν αργότερα ή κατάσταση, να πάρουν 35%. Από το Δεκέμβρη όμως του ίδιου χρόνου, η τότε κυβέρνηση άρχισε να παρακαλεί με υπόμνημα της τους ξένους να μην κρατήσουν το παραπάνω ποσοστό, γιατί ή κατάσταση είχε επιδεινωθεί. Οι ομολογιούχοι έκαναν πώς υποχωρούν, αλλά ο ΔΟΕ, βάσει της συμφωνίας, είχε κατακρατήσει σε δραχμές -από τις υπέγγυες προσόδους- ολόκληρο το 35% και αρνήθηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα τη διαφορά του 5% ! Επίσης, ο ΔΟΕ υπολόγισε το ποσοστό σε χρυσές κι όχι σε χάρτινες λίρες, κερδίζοντας έτσι σημαντική διαφορά σε βάρος της Ελλάδας. Η κυβέρνηση κατάφυγε σε διαιτητή, αλλά η απόφαση του δεν βγήκε ακόμα. Κοντά σ' αυτά, ή εγγλέζικη κυβέρνηση μας υποχρέωσε να υπογράψουμε μια συμφωνία με το αγγλικό θησαυροφυλάκιο, σύμφωνα με την οποία αναλαβαίναμε να πληρώσουμε 3.767.548 φράγκα, πού το μοιράστηκαν ή Αγγλία κι ή Γαλλία σαν αποζημίωση για τα ποσά πού είχαν ξοδέψει όταν εγγυήθηκαν το δάνειο του 1898. Τότε ακριβώς κι οι ομολογιούχοι μετάνιωσαν πού δέχτηκαν το 30% και δεν τα 'παιρναν ζητώντας περισσότερα. Και ξαναρχίζουν πάλι συνεννοήσεις ατελείωτες και καταθλιπτικές για τη χώρα. Όλοι σχεδόν οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να πείσουν τον κόσμο ότι μια ανοιχτή χρεοκοπία θα κατάστρεφε την πίστη και τα οικονομικά της Ελλάδας. Όχι όμως μία αλλά εκατό φορές να λέγαμε στους ομολογιούχους ότι δεν έχουμε να τους πληρώσουμε, πάλι δεν θα παθαίναμε την οικονομική, εθνική και ηθική ζημιά πού πάθαμε με τις ατέλειωτες κι εξευτελιστικές για την αξιοπρέπεια της χώρας μας συζητήσεις.
Εν τω μεταξύ, το Σεπτέμβρη του 1932 έγιναν εκλογές και στις 4 Νοέμβρη ανάλαβε πρωθυπουργός ο Τσαλδάρης, με υφυπουργό των Οικονομικών τον Μ. Ευλάμπιο. Το Δεκέμβρη έγινε υπουργός των Οικονομικών ο Κ. Αγγελόπουλος. Η οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση δεν είχε βελτιωθεί καθόλου. Η κερδοσκοπία οργίαζε κι ο τιμάριθμος από 15 πού ήταν το 1931 ανέβηκε στα 20 το '32. Αυτή, λοιπόν, την περίοδο ο Αγγελόπουλος αποτέλεσε μια μεγάλη εξαίρεση, ανάμεσα στους φαυλοκράτες πολιτικούς. Και παλιά τα είχε βάλει, με το ΔΟΕ και στην Κτηματική Τράπεζα κήρυξε τον πόλεμο κι αργότερα στην τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν ο πρώτος αστός πολιτικός που εξορίστηκε από τον Μεταξά. Μόλις ανάλαβε το υπουργείο δήλωσε αμέσως ορθά-κοφτά και μ' επιμονή ότι δεν πρέπει να πληρώσουμε όχι 30% αλλά ούτε πεντάρα στους ξένους και ντόπιους ομολογιούχους. Σε λίγες μέρες ο Αγγελόπουλος διώχτηκε από το υπουργείο, ασφαλώς με την επέμβαση «εξωελληνικών» παραγόντων.
Τον αντικατέστησε ο τραπεζίτης Σπύρος Λοβέρδος και στις εφτά μέρες πού 'κανε υπουργός, πρόλαβε να πληρώσει αμέσως το 30% στους ομολογιούχους και να μαδήσει τη χώρα από το αναιμικό της συναλλαγματικό απόθεμα. Στις 16 του Γενάρη έπεσε ο Τσαλδάρης κι ήρθε ο Βενιζέλος με υπουργό των Οικονομικών τον Καφαντάρη. Ο αρχηγός όμως των Προοδευτικών δεν πρόλαβε να εξαγγείλει το καινούργιο πρόγραμμα του, γιατί στις εκλογές της 5ης του Μάρτη ξαναπήρε την εξουσία ο Τσαλδάρης, με υπουργό των Οικονομικών τον Λοβέρδο. Οι Λαϊκοί μόλις ανέβηκαν στην κυβέρνηση κάλεσαν τους ομολογιούχους να κάνουν αυτοψία στη χώρα μας για να αντιληφθούν την οικονομική της κατάσταση. Αυτοί όμως υπόδειξαν σαν αρμόδια την ΚΤΕ και η κυβέρνηση άρχισε τότε να παρακαλεί την Κοινωνία των Εθνών να 'ρθει μια δημοσιονομική επιτροπή. Τότε ο Καφαντάρης σε μια αγόρευση του για τον προϋπολογισμό του '33-'34 επιτέθηκε στην κυβέρνηση για την πρόσκληση δημοσιονομικής επιτροπής κι εξήγησε ότι την επέμβαση της ΚΤΕ δεν την ήθελε όχι από έλλειψη ευλάβειας στο θεσμό, αλλά γιατί «εξ επισήμων ανακοινώσεων και άλλων σχετικών στοιχείων είχε πεισθεί ότι ή ΚΤΕ δεν επείχε θέσιν τρίτου εις την υπόθεσιν των χρεών, άλλ' είχαν άμεσον και απροκάλυπτον είς αυτήν ενδιαφέρον στρεφόμενον υπέρ των ομολογιούχων». Πρότεινε δε να 'ρθει ή κυβέρνηση σε απευθείας συνεννόηση με τους ομολογιούχους και να τους πληρώσουμε με τα προϊόντα μας.
Τελικά, ή επιτροπή της ΚΤΕ ήρθε το Μάη και μετά τις έρευνές της έκανε σχετική έκθεση, στην όποια λέει ότι για να πληρώσει ή Ελλάδα πρέπει ν' αναπτύξει τις εξαγωγές και τα εμβάσματα και να ελαττώσει τις εισαγωγές της! Τον Ιούνη του 1933 συνήλθε στο Λονδίνο η δημοσιονομική επιτροπή για να εξετάσει την έκθεση και ν' ακούσει τον Λοβέρδο και τον Μάξιμο πού είχαν πάει κι αυτοί στο Λονδίνο για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της Ελλάδας και να πετύχουν μια συνεννόηση με τους ομολογιούχους. Αυτοί όμως αρνήθηκαν να συζητήσουν με τους Έλληνες αντιπροσώπους, ζητώντας 271/2% για το 1933-34 και 371/2% για τον άλλο χρόνο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση πρόσφερε 221/2% και 271/2% (η διαφορά ήταν 600 εκατομμύρια δραχμές). Η πρόταση να λύσει τη διαφορά ένας διαιτητής, απορρίφτηκε χωρίς συζήτηση και περιφρονητικά από τους ομολογιούχους. Τότε οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν και πάλι.
Στον Λοβέρδο και τον Μάξιμο η δημοσιονομική επιτροπή «σύστησε» να βάλουν καινούργιους φόρους για να πληρώσουν τους ξένους. Οι δυο υπουργοί αποχαιρέτησαν την επιτροπή με την υπόσχεση ότι θα εξασφαλίσουν τους τόκους των ομολογιούχων και μάλιστα ανάφεραν στην επιτροπή τι είδους και πόσους φόρους θα βάλουν στο λαό, για να το πετύχουν. Κι έτσι γύρισαν πίσω στην Ελλάδα αποφασισμένοι να εξευμενίσουν με κάθε μέσο τους κατόχους ομολογιών και τέτοιοι κάτοχοι -εν παρενθέσει- ήταν κι ο Λοβέρδος κι ο Μάξιμος.
«Ίσως επί του σημείου τούτου η στάσις της Ελλάδος θα έπρεπε να ήτο περισσότερον αποφασιστική...», γράφει ο Άγγελος Αγγελόπουλος, γιατί τον ίδιο καιρό οι Τούρκοι κι οι Γερμανοί αρνήθηκαν κάθε πληρωμή και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν διαμαρτυρήθηκαν καθόλου.
Δ'. Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ
Η καινούργια επαφή έγινε το Σεπτέμβρη του '33 κι οι διαπραγματεύσεις τράβηξαν πολύ καιρό. Αύτη ήταν ή κλασική τους μέθοδος. Κερδοσκοπούσαν στην αγορά μ' αυτό τον τρόπο και συγχρόνως μας εκβιάζανε τελικά να υποχωρήσουμε, γιατί αυτή ή εκκρεμότητα των συνεννοήσεων νέκρωνε την οικονομική ζωή της χώρας. Έτσι επαναλαμβάνεται η ιστορία του '97. Πάλι η πατρίδα μας βρίσκεται σε αγωνία περιμένοντας την απόφαση των εκμεταλλευτών της. Τότε η δημοσιονομική επιτροπή της ΚΤΕ, για να επηρεάσει τις συζητήσεις προς όφελος των ομολογιούχων και να εκβιάσει έτσι τη λύση δίνοντας ένα γερό όπλο στους τοκογλύφους και μια εύκολη δικαιολογία στον Λοβέρδο, δημοσίεψε μια έκθεση, με την οποία διαπιστώνει βελτίωση στη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδας. Με παρόμοιες πιέσεις, εκβιασμούς και παρασκηνιακές ενέργειες υπογράφτηκε, τέλος, το Νοέμβρη, μια συμφωνία για δυο χρόνια. Τα χρεολύσια αναστέλλονταν για δυο χρόνια κι από τους τόκους θα πληρώναμε 271/2% το 1933-34 και 33% το 1934-35. 0ι τόκοι μόνο του δανείου του 1898 θα πληρώνονταν στο ακέραιο. Η πληρωμή θα γινόταν με συνάλλαγμα του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης κι η ελληνική κυβέρνηση θα 'γραφε στον προϋπολογισμό της το σύνολο των τόκων, που θα το ξαναδανειζόταν τάχα από το ΔΟΕ, καταθέτοντας του ίσο ποσό άτοκα γραμμάτια σε δραχμές. Ο Λοβέρδος, για να συγκεντρώσει το ποσοστό πού συμφώνησε, έβαλε σ' ενέργεια δεκάδες καινούργια φορολογικά νομοσχέδια, όλα σε βάρος του λαού, ενώ ο ίδιος, όπως ξεσκεπάστηκε τότε στις εφημερίδες, είχε επιχειρήσει να διαφύγει με διάφορους αθέμιτους τρόπους τη φορολογία.
Η συμφωνία πρόβλεπε καινούργιες διαπραγματεύσεις στις αρχές του 1935 για τα επόμενα χρόνια. Γι' αυτό και το Φλεβάρη πήγε στο Λονδίνο ο Πεσμαζόγλου, καινούργιο οικονομολογικό αστέρι της πλουτοκρατικής κλίκας. Πρόεδρος τότε του συμβουλίου των ομολογιούχων ήταν ο σερ ΄Οστεν Τσάμπερλεν, αδερφός του κατόπιν πρωθυπουργού Νέβιλ Τσάμπερλεν. Η πολιτική των δυο αδελφών είναι μια ατέλειωτη αλυσίδα από εξευτελισμούς και προδοσίες μικρών και μεγάλων λαών. Στο πρόσωπο τους, το εγγλέζικο χρηματιστικό κεφάλαιο είχε αποκτήσει τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους του για μια ολόκληρη εποχή. Μόλις άρχισαν οι συνομιλίες, οι ομολογιούχοι ζήτησαν 50%. Ο Πεσμαζόγλου πρόσφερε 35%. Αυτοί, αρνήθηκαν κι έτσι οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Η ελληνική κυβέρνηση -κάτω από τη λαϊκή πίεση- δήλωσε τότε στους ομολογιούχους ότι θα τους πλήρωνε τα τοκομερίδια τους πού έληγαν την 1η του Απρίλη, με ποσοστό 35%. Ο ΔΟΕ διαμαρτυρήθηκε αμέσως γιατί έτσι ή κυβέρνηση παραβίαζε το νόμο του 1898 και, καθώς τις είχε στο χέρι, κατακράτησε όλες τις υπέγγυες προσόδους υπολογίζοντας τόκους και χρεολύσια για όλα τα δάνεια πού ήταν κάτω από τον έλεγχο του. Συγχρόνως με τη διαμαρτυρία και το πραξικόπημα του ΔΟΕ, άρχισαν αλλεπάλληλα διπλωματικά διαβήματα από τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις, ενώ το συμβούλιο των ομολογιούχων στο Λονδίνο λυσσασμένο σύσταινε στα μέλη του να μη δεχτούν να εισπράξουν το 35%. Έπεσαν όλοι πάνω στη φτωχή μας χώρα να την πνίξουν. Παρ΄ όλα αυτά, όμως, το 52% των ομολογιούχων έτρεξαν να εισπράξουν το 35% και για τα υπόλοιπα έχει ο θεός. Και πράγματι ο θεός των τοκογλύφων, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Γκλίξμπουργκ, τους βοήθησε.
Ε. ΈΡΧΕΤΑΙ Ο ΓΚΛΙΞΜΠΟΥΡΓΚ
Σ΄όλο αυτό το διάστημα, άλλες κύριες ασχολίες του Λαϊκού Κόμματος ήταν οι επιστημονικές καλπονοθεύσεις και η συστηματική ρουσφετολογία. Πάνω στο δημόσιο ταμείο είχαν ριχτεί μ΄άγριες διαθέσεις οι φίλοι του κόμματος, που τόσα χρόνια είχαν μείνει μακριά από την εξουσία. Ο Τσαλδάρης, περισσότερο κατάλληλος για δικολάβος παρά για αρχηγός κόμματος, ξόδευε όλη την, όχι και τόσο πληθωρική, ζωτικότητά του σε επιφυλάξεις, σοφίσματα και σε διάφορου συνδυασμούς που σοφιζόταν για ν' αντιμετωπίσει, την αντιπολίτευση και τις γκρίνιες των φίλων του πού τρώγονταν σαν τα σκυλιά.
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα δύο αστοτσιφλκικάδικα μπλοκ οξύνονται και παίρνουν τη μορφή ανοιχτής ένοπλης σύγκρουσης το Μάρτη του '35. Το «αντιβενιζελικό» κράτος – εφεύρεση του Μεταξά – παρόλη την τρομοκρατία που ξαπόλυσε όταν επιβλήθηκε, δεν κατάφερε να πνίξει το λαϊκό κίνημα. Οι εκλογές του Ιούνη του '35 φανερώνουν ότι οι λαϊκές μάζες αρχίζουν να χειραφετούνται πια από την επιρροή των πλουτοκρατικών κομμάτων και να προσανατολίζονται προς τ΄αριστερά. Η κατάσταση αυτή αρχίζει να καταντάει αρκετά επικίνδυνη για την ντόπια πλουτοκρατία και πολύ επιζήμια για τους ξένους κεφαλαιούχους, που θα επιθυμούσαν να ασχολιέται ο ελληνικός λαός με τα «ειρηνικά» του έργα και να μην καταγίνεται τόσο πολύ στην πολιτική. Και τότε όλοι οι αντιδραστικοί πλουτοκρατικοί κύκλοι του εσωτερικού και του εξωτερικού, με πρώτη την Εθνοτράπεζα, με τις συμβουλές και την έγκριση του Βενιζέλου, με την ανοχή των ψευτοδημοκρατικών κομμάτων και με τις ευλογίες και τα χειροκροτήματα των ομολογιούχων, άρχισαν να κηρύχνουν την πολιτική της «συμφιλίωσης». Όργανο για την πραγματοποίησή της θα ΄ταν ο δεύτερος Γεώργιος Γκλίξμπουργκ, που τον τάιζε δώδεκα ολόκληρα χρόνια ο Χάμπρο. Φτάνει να 'ρχόταν ο βασιλιάς για να αγαπηθούν βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί και να ζήσει ο λαός ευτυχισμένος.
Επειδή, όμως, ο λαός με μια μεγαλειώδη συγκέντρωση των αντιφασιστικών δημοκρατικών του δυνάμεων έδειξε την ακλόνητη διάθεσή του να υπερασπίσει τις δημοκρατικές του ελευθερίες, ανάλαβε να κανονίσει τα περαιτέρω αυτοχειροτονηθείς σε αντιβασιλιά Γ. Κονδύλης, με το διαβόητο δημοψήφισμα που οργάνωσε το Νοέμβρη του '35.
Κι έτσι η Ελλάδα απόχτησε πάλι βασιλιά και σε λίγο και «εθνικό» κυβερνήτη, οι ομολογιούχοι εξασφάλισαν, όπως θα δούμε, το ποσοστό που ζητούσαν και τον ελληνικό λαό ανάλαβε να τον επαναφέρει στα ειρηνικά του έργα ο Μανιαδάκης.
ΛΙΓΟ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΑ
Λίγο καθυστερημένα αλλά αφού οι Σοσιαλήσταρχοι συνεχίζουν το θεάρεστο έργο τους αξίζει να το ξαναθυμηθούμε.
Αν κάποτε την εκτιμούσα ως αθλήτρια, τώρα την εκτιμώ ως πολιτικό και ως προσωπικότητα.
Με τα λόγια που ακολουθούν η Σοφία Σακοράφα αναγκάζει τον κάθε σκεπτόμενο και μη διαπλεκόμενο ψηφοφόρο του πασόκ να κοιτάξει στον καθρέφτη, να αναρωτηθεί και να αναλογιστεί τις ευθύνες του.
Το επιχείρημα “είμαστε σοσιαλιστές αλλά η κρίση μας αναγκάζει να πάρουμε νεοφιλεύθερα μέτρα” έγινε σκόνη και θρύψαλα από το ακόντιο της Σοφίας Σακοράφα.
«Aν δεν μπορείς να είσαι σοσιαλιστής μέσα στην κρίση, μέσα δηλαδή στην ιστορική και πολιτική συγκυρία που ωριμάζει τη δυνατότητα και την σκοπιμότητα της δίκαιης ανακατανομής του πλούτου,τότε δεν μπορείς ποτέ να είσαι σοσιαλιστής παρά μόνο νεοφιλεύθερος».
Σοφία Σακοράφα
Αν κάποτε την εκτιμούσα ως αθλήτρια, τώρα την εκτιμώ ως πολιτικό και ως προσωπικότητα.
Με τα λόγια που ακολουθούν η Σοφία Σακοράφα αναγκάζει τον κάθε σκεπτόμενο και μη διαπλεκόμενο ψηφοφόρο του πασόκ να κοιτάξει στον καθρέφτη, να αναρωτηθεί και να αναλογιστεί τις ευθύνες του.
Το επιχείρημα “είμαστε σοσιαλιστές αλλά η κρίση μας αναγκάζει να πάρουμε νεοφιλεύθερα μέτρα” έγινε σκόνη και θρύψαλα από το ακόντιο της Σοφίας Σακοράφα.
«Aν δεν μπορείς να είσαι σοσιαλιστής μέσα στην κρίση, μέσα δηλαδή στην ιστορική και πολιτική συγκυρία που ωριμάζει τη δυνατότητα και την σκοπιμότητα της δίκαιης ανακατανομής του πλούτου,τότε δεν μπορείς ποτέ να είσαι σοσιαλιστής παρά μόνο νεοφιλεύθερος».
Σοφία Σακοράφα